ῥίζωσις: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥίζωσις:''' -εως, ἡ, [[ρίζωμα]], [[ριζοβόλημα]]· μεταφ., [[έναρξη]], [[ξεκίνημα]] της ζωής, ἡ [[τῶν]] γεννωμένων [[ῥίζωσις]], λέγεται για τον σχηματισμό του εμβρύου, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ῥίζωσις:''' -εως, ἡ, [[ρίζωμα]], [[ριζοβόλημα]]· μεταφ., [[έναρξη]], [[ξεκίνημα]] της ζωής, ἡ [[τῶν]] γεννωμένων [[ῥίζωσις]], λέγεται για τον σχηματισμό του εμβρύου, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥίζωσις:''' εως ἡ пускание корней: ἡ τῶν γεννωμένων ῥ. Plut. развитие зародышей.
}}
}}

Revision as of 09:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥίζωσις Medium diacritics: ῥίζωσις Low diacritics: ρίζωσις Capitals: ΡΙΖΩΣΙΣ
Transliteration A: rhízōsis Transliteration B: rhizōsis Transliteration C: rizosis Beta Code: r(i/zwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A taking root, Thphr.CP2.12.5, 8.1.3; ῥ. λαμβάνειν Plu.Publ.8: metaph., of the formation of the embryo, ὀμφαλὸς -ώσιος ἀρχά Philol.13; ἡ τῶν γεννωμένων ῥ. Plu.Lyc.14; origin of veins and arteries, Hp.Alim.31.

German (Pape)

[Seite 843] 1) das Einwurzelnlassen, Befestigen. – 2) intrans., das Wurzeln, Wurzelschlagen, Theophr. Auch τῶν γεννωμένων, vom Menschen, Plut. Lyc. 14.

Greek (Liddell-Scott)

ῥίζωσις: -εως, ἡ, (ῥιζόω) τὸ ῥιζοῦσθαι, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 12, 5, Πλούτ. 2. 227D· μεταφορ., ἡ τῶν γεννωμένων ῥίζωσις, ἐπὶ τοῦ σχηματισμοῦ τοῦ ἐμβρύου, Πλουτ. Λυκοῦργ. 14, Ποπλικ. 8.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de pousser des racines, de prendre racine.
Étymologie: ῥιζόω.

Greek Monotonic

ῥίζωσις: -εως, ἡ, ρίζωμα, ριζοβόλημα· μεταφ., έναρξη, ξεκίνημα της ζωής, ἡ τῶν γεννωμένων ῥίζωσις, λέγεται για τον σχηματισμό του εμβρύου, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ῥίζωσις: εως ἡ пускание корней: ἡ τῶν γεννωμένων ῥ. Plut. развитие зародышей.