κατολολύζω: Difference between revisions
Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατολολύζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[βγάζω]] λυπητερές κραυγές για [[κάτι]], με γεν., σε Αισχύλ. | |lsmtext='''κατολολύζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[βγάζω]] λυπητερές κραυγές για [[κάτι]], με γεν., σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατολολύζω:''' сопровождать криком, восклицать: κατολολυξάτω θύματος Aesch. (Эринии), издайте (ликующий) возглас над жертвой. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:08, 31 December 2018
English (LSJ)
A shriek over, θύματος A.Ag.1118 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1403] (s. ὀλολύζω), aufseufzen wobei; κατολολυξάτω θύματος, bei dem Opfer, Aesch. Ag. 1089.
Greek (Liddell-Scott)
κατολολύζω: ὀλολύζω ἐπί τινος, ἐκφέρω λυπηρὰς κραυγάς, κατολολυξάτω θύματος, κατὰ τὴν θυσίαν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1118.
French (Bailly abrégé)
pousser un cri de triomphe sur ou au sujet de, gén..
Étymologie: κατά, ὀλολύζω.
Greek Monolingual
κατολολύζω (Α)
βγάζω θρηνητικές κραυγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὀλολύζω «βγάζω δυνατές κραυγές»].
Greek Monotonic
κατολολύζω: μέλ. -ξω, βγάζω λυπητερές κραυγές για κάτι, με γεν., σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
κατολολύζω: сопровождать криком, восклицать: κατολολυξάτω θύματος Aesch. (Эринии), издайте (ликующий) возглас над жертвой.