προμνηστρίς: Difference between revisions

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
(34)
(4)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br />πιθ. εσφ. ανάγν. του [[προμνήστρια]].
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br />πιθ. εσφ. ανάγν. του [[προμνήστρια]].
}}
{{elru
|elrutext='''προμνηστρίς:''' ίδος ἡ Xen. = [[προμνήστρια]].
}}
}}

Revision as of 09:08, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 735] ίδος, ἡ, Freiwerberinn, Xen. Mem. 2, 6, 36; s. Valck. Eur. Hipp. 229.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
entremetteuse.
Étymologie: προμνάομαι.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
πιθ. εσφ. ανάγν. του προμνήστρια.

Russian (Dvoretsky)

προμνηστρίς: ίδος ἡ Xen. = προμνήστρια.