τυμβοῦχος: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τυμβοῦχος:''' -ον ([[ἔχω]]), αυτός που κατοικεί μέσα σε τάφο, [[νεκρικός]], σε Ανθ. | |lsmtext='''τυμβοῦχος:''' -ον ([[ἔχω]]), αυτός που κατοικεί μέσα σε τάφο, [[νεκρικός]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τυμβοῦχος:''' могильный ([[Κήρ]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (ἔχω)
A placed on a tomb, sepulchral, Κήρ AP7.154.
Greek (Liddell-Scott)
τυμβοῦχος: -ον, (ἔχω) ὁ κατοικῶν ἐντὸς τάφου, νεκρικός, Ἀνθ. Π. 7. 154.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fréquente les tombeaux.
Étymologie: τύμβος, ἔχω.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που κατέχει τάφο ή αυτός που είναι κλεισμένος μέσα σε τάφο, ενταφιασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + κατάλ. -οῦχος (< ἔχω)].
Greek Monotonic
τυμβοῦχος: -ον (ἔχω), αυτός που κατοικεί μέσα σε τάφο, νεκρικός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
τυμβοῦχος: могильный (Κήρ Anth.).