Πάτραι: Difference between revisions
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
(5) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Πάτραι:''' -ῶν, αἱ, πόλη της Αχαΐας, η [[νυν]] αποκαλούμενη Πάτρα, σε Θουκ. κ.λπ.· [[Πατρέες]], <i>οἱ</i>, κάτοικοι της πόλης, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''Πάτραι:''' -ῶν, αἱ, πόλη της Αχαΐας, η [[νυν]] αποκαλούμενη Πάτρα, σε Θουκ. κ.λπ.· [[Πατρέες]], <i>οἱ</i>, κάτοικοι της πόλης, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Πάτραι:''' ῶν, ион. [[Πατρέες]], έων αἱ Патры (приморский город в сев.-зап. Ахайе, один из двенадцати важнейших городов области) Her., Thuc., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ῶν, αἱ, Patrae, Th.2.83, etc. : Πατρεύς, έως, ὁ, one of its citizens, St.Byz. ; pl.
A Πατρέες Hdt.1.145, etc. ; gen. Πατρέων Plb.4.6.9.
Greek (Liddell-Scott)
Πάτραι: -ῶν, αἱ, πόλις ἐν Ἀχαΐα, Θουκ. 2. 83, κτλ.· Πατρέες, οἱ, οἱ κάτοικοι, Ἡρόδ. 1. 145, κτλ.· ἑνικ. Πατραιεύς, Πολύβ. 4. 6, 9.
French (Bailly abrégé)
ῶν (αἱ) :
Patras, capitale de l’Achaïe romaine.
Greek Monotonic
Πάτραι: -ῶν, αἱ, πόλη της Αχαΐας, η νυν αποκαλούμενη Πάτρα, σε Θουκ. κ.λπ.· Πατρέες, οἱ, κάτοικοι της πόλης, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
Πάτραι: ῶν, ион. Πατρέες, έων αἱ Патры (приморский город в сев.-зап. Ахайе, один из двенадцати важнейших городов области) Her., Thuc., Plut.