περισοβέω: Difference between revisions

From LSJ

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source
(6)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περισοβέω:''' μέλ. <i>—ήσω</i> ·<br /><b class="num">I.</b> [[περιφέρω]], [[περισοβέω]] [[ποτήριον]], [[δίνω]] σε κύκλο το [[ποτήρι]] μου με το [[κρασί]], σε Μένανδρ.<br /><b class="num">II.</b> [[τρέχω]] βιαστικά γύρω από, <i>τὰςπόλεις</i>, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''περισοβέω:''' μέλ. <i>—ήσω</i> ·<br /><b class="num">I.</b> [[περιφέρω]], [[περισοβέω]] [[ποτήριον]], [[δίνω]] σε κύκλο το [[ποτήρι]] μου με το [[κρασί]], σε Μένανδρ.<br /><b class="num">II.</b> [[τρέχω]] βιαστικά γύρω από, <i>τὰςπόλεις</i>, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''περισοβέω:''' <b class="num">1)</b> пускать вкруговую: ἐς τοὺς ἄλλους περιεσοβεῖτο ἡ [[κύλιξ]] Luc. чаша шла вкруговую от одних к другим;<br /><b class="num">2)</b> идти вкруговую (περισοβεῖ [[ποτήριον]] ἀκράτου Men.);<br /><b class="num">3)</b> обходить (τὰς πόλεις Arph.).
}}
}}

Revision as of 09:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισοβέω Medium diacritics: περισοβέω Low diacritics: περισοβέω Capitals: ΠΕΡΙΣΟΒΕΩ
Transliteration A: perisobéō Transliteration B: perisobeō Transliteration C: perisoveo Beta Code: perisobe/w

English (LSJ)

   A chase about, π. ποτήριον push round the wine-cup, Men.224, cf. Hippoloch. ap. Ath.4.130c :—Pass., κύλικος, φιλοτησίας περισοβουμένης, Alciphr.1.22, 3.55, cf. Luc.Symp.15.    II run bustling round, κύκλῳ τὰς πόλεις Ar.Av.1425.

German (Pape)

[Seite 591] herumjagen, geschwind herumgehen lassen, κύλικα, Ath. XI, 504; vgl. Luc. conv. 15; Alciphr. 3, 55. – Intr., geschwind herumgehen, c. accus., τὰς πόλεις, Ar. Av. 1425.

Greek (Liddell-Scott)

περισοβέω: σοβῶ πέριξ, π. ποτήριον, περιφέρω, περιάγω, τὸ ποτήριον, παῖ, ταχὺ τὸ πρῶτον περισόβει ποτήριον αὐτοῖς ἀκράτου Μένανδρος παρ’ Ἀθην. 504Α· μικροῖς ἐκπώμασι περισοβεῖν ἐκέλευσε τοῖς παισὶν Ἱππόλοχ. παρ’ Ἀθην. 130C· Παθ., κύλικος περισοβουμένης Ἀλκίφρων 1. 22, πρβλ. 3. 55, Λουκ. Συμπ. 15. ΙΙ. περιτρέχω μετὰ θορύβου, κύκλῳ τὰς πόλεις Ἀριστοφ. Ὄρν. 1425· πρβλ. σοβέω ΙΙΙ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περισοβεῖν· ἐν κύκλῳ πίνειν. ἢ περιτρέχειν. ἢ φωνεῖν. ἢ διώκειν».

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
agiter tout autour ; faire circuler ; Pass. circuler.
Étymologie: περί, σοβέω.

Greek Monotonic

περισοβέω: μέλ. —ήσω ·
I. περιφέρω, περισοβέω ποτήριον, δίνω σε κύκλο το ποτήρι μου με το κρασί, σε Μένανδρ.
II. τρέχω βιαστικά γύρω από, τὰςπόλεις, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

περισοβέω: 1) пускать вкруговую: ἐς τοὺς ἄλλους περιεσοβεῖτο ἡ κύλιξ Luc. чаша шла вкруговую от одних к другим;
2) идти вкруговую (περισοβεῖ ποτήριον ἀκράτου Men.);
3) обходить (τὰς πόλεις Arph.).