βλητέον: Difference between revisions
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
(3) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βλητέον:''' ρημ. επίθ. του [[βάλλω]], πρέπει [[κανείς]] να ρίψει, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''βλητέον:''' ρημ. επίθ. του [[βάλλω]], πρέπει [[κανείς]] να ρίψει, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βλητέον:''' NT adj. verb. к [[βάλλω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:16, 31 December 2018
English (LSJ)
A one must throw or put, Ev.Marc.2.22.
Greek (Liddell-Scott)
βλητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ῥίψῃ ἢ θέσῃ, Εὐαγγ. κ. Μᾶρκ. β΄ 22.
Spanish (DGE)
hay que echar, hay que verter οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς καινοὺς β. Eu.Marc.2.22 (ap. crít.), en recetas εἰ δὲ ῥέοι γαστήρ, μὴ β. κολοκυνθίδα Paul.Aeg.7.18.14, cf. Gal.13.635
•fig. τὸν ... τῆς ἀληθείας νοῦν εἰς τὸν καινὸν ἄνθρωπον β. Basil.M.29.337B.
Greek Monotonic
βλητέον: ρημ. επίθ. του βάλλω, πρέπει κανείς να ρίψει, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
βλητέον: NT adj. verb. к βάλλω.