ἀμηχανής: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμηχᾰνής:''' -ές = [[ἀμήχανος]], σε Ομηρ. Ύμν. (στην γεν. πληθ. <i>-έων</i>).
|lsmtext='''ἀμηχᾰνής:''' -ές = [[ἀμήχανος]], σε Ομηρ. Ύμν. (στην γεν. πληθ. <i>-έων</i>).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμηχᾰνής:''' HH = [[ἀμήχανος]].
}}
}}

Revision as of 09:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμηχανής Medium diacritics: ἀμηχανής Low diacritics: αμηχανής Capitals: ΑΜΗΧΑΝΗΣ
Transliteration A: amēchanḗs Transliteration B: amēchanēs Transliteration C: amichanis Beta Code: a)mhxanh/s

English (LSJ)

ές, poet. for ἀμήχανος, h.Merc.447, in gen. pl. -έων (but perh. fem. of -ος).

German (Pape)

[Seite 124] bei Dion. Hal. 1, 79, wo einige codd. ἀχανής daben, u. H. h. Merc. 447, in der Form ἀμηχανέων μελεδώνων, = ἀμήχανος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμηχανής: -ές, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀμήχανος, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 447, ἐν τῇ γεν. πληθ. -έων ἐν Διον. Ἁλ. 1. 79, διωρθώθη ἐκ τοῦ Βατ. χειρογρ. εἰς ἀχανής.

Spanish (DGE)

(ἀμηχᾰνής) -ές irresoluble, tremendo μελεδῶναι h.Merc.447.

Greek Monotonic

ἀμηχᾰνής: -ές = ἀμήχανος, σε Ομηρ. Ύμν. (στην γεν. πληθ. -έων).

Russian (Dvoretsky)

ἀμηχᾰνής: HH = ἀμήχανος.