σκεπόωσι: Difference between revisions

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
(6)
(4)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκεπόωσι:''' Επικ. γʹ πληθ. του [[σκεπάω]].
|lsmtext='''σκεπόωσι:''' Επικ. γʹ πληθ. του [[σκεπάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''σκεπόωσι:''' эп. (= σκεπῶσι) 3 л. pl. praes. к [[σκεπάω]].
}}
}}

Revision as of 09:20, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

σκεπόωσι: «σκέπωσι. παρέχωσιν» Ἡσύχ., ἴδε σκεπάω.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. prés. épq. de σκεπάω.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «σκέπωσι, παράγωσιν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπανιότερος τ. ρ., μετονοματικού παρ. από τις λ. σκέπας ή σκεπή (βλ. λ. σκεπάζω, σκέπας)].

Greek Monotonic

σκεπόωσι: Επικ. γʹ πληθ. του σκεπάω.

Russian (Dvoretsky)

σκεπόωσι: эп. (= σκεπῶσι) 3 л. pl. praes. к σκεπάω.