λοφηφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λοφηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που έχει [[λοφίο]], λέγεται για τον κορυδαλλό, σε Βάβρ.
|lsmtext='''λοφηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που έχει [[λοφίο]], λέγεται για τον κορυδαλλό, σε Βάβρ.
}}
{{elru
|elrutext='''λοφηφόρος:''' (о жаворонке) хохлатый Babr.
}}
}}

Revision as of 09:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοφηφόρος Medium diacritics: λοφηφόρος Low diacritics: λοφηφόρος Capitals: ΛΟΦΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: lophēphóros Transliteration B: lophēphoros Transliteration C: lofiforos Beta Code: lofhfo/ros

English (LSJ)

ον,

   A crested, of a lark, Babr.88.8.

Greek (Liddell-Scott)

λοφηφόρος: -ον, ἔχων λόφον, Λατιν. cristatus, ἐπὶ κορυδαλλοῦ, Βάβρ. 20. 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte une crête ou une aigrette.
Étymologie: λόφος, φέρω.

Greek Monolingual

λοφηφόρος, -ον (Α)
(για τον κορυδαλλό) αυτός που φέρει λοφίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόφη + -φόρος (< φέρω)].

Greek Monotonic

λοφηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που έχει λοφίο, λέγεται για τον κορυδαλλό, σε Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

λοφηφόρος: (о жаворонке) хохлатый Babr.