προσαμείβομαι: Difference between revisions
From LSJ
Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσαμείβομαι:''' Δωρ. ποτ-, Μέσ., [[απαντώ]] <i>τινα</i>, σε Θεόκρ. | |lsmtext='''προσαμείβομαι:''' Δωρ. ποτ-, Μέσ., [[απαντώ]] <i>τινα</i>, σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσᾰμείβομαι:''' дор. [[ποταμείβομαι|ποτᾰμείβομαι]] отвечать (τινα Theocr.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:32, 31 December 2018
English (LSJ)
Dor. ποτ-, Med.,
A answer, τινα Theoc.1.100.
Greek (Liddell-Scott)
προσαμείβομαι: Δωρ. ποταμ-, μέσ., ἀποκρίνομαι, τινα Θεόκρ. 1. 100.
French (Bailly abrégé)
répondre.
Étymologie: πρός, ἀμείβομαι.
Greek Monolingual
Α
απαντώ, αποκρίνομαι σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀμείβομαι «απαντώ, αποκρίνομαι»].
Greek Monotonic
προσαμείβομαι: Δωρ. ποτ-, Μέσ., απαντώ τινα, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
προσᾰμείβομαι: дор. ποτᾰμείβομαι отвечать (τινα Theocr.).