ὑποναίω: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποναίω:''' [[κατοικώ]], ζω, [[διαμένω]] [[κάτω]] από ένα [[μέρος]], με αιτ., σε Ανθ.
|lsmtext='''ὑποναίω:''' [[κατοικώ]], ζω, [[διαμένω]] [[κάτω]] από ένα [[μέρος]], με αιτ., σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποναίω:''' жить внизу или ниже (χῶρον Anth.).
}}
}}

Revision as of 09:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποναίω Medium diacritics: ὑποναίω Low diacritics: υποναίω Capitals: ΥΠΟΝΑΙΩ
Transliteration A: hyponaíō Transliteration B: hyponaiō Transliteration C: yponaio Beta Code: u(ponai/w

English (LSJ)

   A dwell under, χῶρον IG14.902.

German (Pape)

[Seite 1226] in Epigr. Paralipp. 2, 42 (App. Anth. Pal. 268), χῶρον, darunter, unten wohnen.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποναίω: κατοικῶ ὑποκάτω, Ἀνθ. Παλατ. παράρτ. 268.

French (Bailly abrégé)

habiter sous.
Étymologie: ὑπό, ναίω¹.

Greek Monolingual

Α
κατοικώ αποκάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ναίω (Ι) «κατοικώ»].

Greek Monotonic

ὑποναίω: κατοικώ, ζω, διαμένω κάτω από ένα μέρος, με αιτ., σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποναίω: жить внизу или ниже (χῶρον Anth.).