δυσώδινος: Difference between revisions
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσώδῑνος:''' -ον ([[ὠδίν]]), αυτός που προξενεί ισχυρές [[ωδίνες]], πόνους ([[γέννας]]), σε Ανθ. | |lsmtext='''δυσώδῑνος:''' -ον ([[ὠδίν]]), αυτός που προξενεί ισχυρές [[ωδίνες]], πόνους ([[γέννας]]), σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσώδῑνος:''' крайне болезненный, мучительный ([[γενέθλη]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A causing grievous pangs, AP6.272 (Pers.).
German (Pape)
[Seite 691] γενέθλη, schwere Geburt, Ep. ad. 114 (VI, 272).
Greek (Liddell-Scott)
δυσώδῑνος: -ον, προξενῶν ἰσχυρὰς ὠδῖνας, γενέθλη Ἀνθ. Π. 6. 272.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont l’enfantement est pénible.
Étymologie: δυσ-, ὠδίς.
Spanish (DGE)
(δυσώδῑνος) -ον muy dolorosode un parto AP 6.272 (Pers.).
Greek Monotonic
δυσώδῑνος: -ον (ὠδίν), αυτός που προξενεί ισχυρές ωδίνες, πόνους (γέννας), σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δυσώδῑνος: крайне болезненный, мучительный (γενέθλη Anth.).