ἄσηπτος: Difference between revisions

From LSJ

νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source
(6)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον (AM [[ἄσηπτος]], -ον) [[σήπω]]<br />αυτός που δεν σαπίζει ή που δεν φθείρεται («ξύλα άσηπτα», «[[κέδρος]] [[άσηπτος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για τροφές) [[εκείνος]] που δεν χωνεύεται.
|mltxt=-ον (AM [[ἄσηπτος]], -ον) [[σήπω]]<br />αυτός που δεν σαπίζει ή που δεν φθείρεται («ξύλα άσηπτα», «[[κέδρος]] [[άσηπτος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για τροφές) [[εκείνος]] που δεν χωνεύεται.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄσηπτος:''' не подверженный гниению, не гниющий Xen., Arst., Plut.
}}
}}

Revision as of 09:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσηπτος Medium diacritics: ἄσηπτος Low diacritics: άσηπτος Capitals: ΑΣΗΠΤΟΣ
Transliteration A: ásēptos Transliteration B: asēptos Transliteration C: asiptos Beta Code: a)/shptos

English (LSJ)

ον,

   A not liable to decay or corruption, Hp.Fist.4, X.Cyn. 9.13 (Sup.), Arist.HA521a1, etc.; ξύλα ἄ., of Acacia tortilis, LXX Ex. 25.5, cf. Thphr.HP4.2.8: Sup., κέδρος Ph.2.147.    2 undigested, σιτία Hp.Aff.24.

German (Pape)

[Seite 369] = ἀσαπής, ξύλον ἀσηπτότατον Porphyr. bei Stob. ecl. 1, 4, 56; unverdaut, Hippocr.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no digerido σιτία Hp.Aff.24.
2 no podrido ῥάβδοι Herm.Sim.8.6.5
incorrupto νεκροί Plu.2.665c.
II incorruptible θρίξ Hp.Fist.4, del esparto, X.Cyn.9.13, τὸ ... πῖον Arist.HA 521a1, τὰ κρέα Plu.2.659c, ξύλα LXX Ex.25.5, Ph.Qu.Gen.2.4.31, ἄκανθα Thphr.HP 4.2.8, κέδρος Ph.2.147.

Greek Monolingual

-ον (AM ἄσηπτος, -ον) σήπω
αυτός που δεν σαπίζει ή που δεν φθείρεται («ξύλα άσηπτα», «κέδρος άσηπτος»)
αρχ.
(για τροφές) εκείνος που δεν χωνεύεται.

Russian (Dvoretsky)

ἄσηπτος: не подверженный гниению, не гниющий Xen., Arst., Plut.