ἀλλοδημία: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλλοδημία]], η (Α) [[ἀλλόδημος]]<br /><b>1.</b> [[διαμονή]] σε [[ξένη]] [[χώρα]], στην αλλοδαπή, στα [[ξένα]]<br /><b>2.</b> (συνεκδοχικά) το [[πλήθος]] ξένων, τών αποδήμων.
|mltxt=[[ἀλλοδημία]], η (Α) [[ἀλλόδημος]]<br /><b>1.</b> [[διαμονή]] σε [[ξένη]] [[χώρα]], στην αλλοδαπή, στα [[ξένα]]<br /><b>2.</b> (συνεκδοχικά) το [[πλήθος]] ξένων, τών αποδήμων.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλλοδημία:''' ἡ пребывание за границей: ἐν ἀλλοδημίᾳ Plat. заграницей.
}}
}}

Revision as of 09:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλλοδημία Medium diacritics: ἀλλοδημία Low diacritics: αλλοδημία Capitals: ΑΛΛΟΔΗΜΙΑ
Transliteration A: allodēmía Transliteration B: allodēmia Transliteration C: allodimia Beta Code: a)llodhmi/a

English (LSJ)

Dor. ἀλλο-δαμία, ἡ,

   A = ἀποδημία, stay in foreign land, Hp.Int.48 ; ἐν ἀλλοδημίᾳ abroad, Pl.Lg.954e; καταστρέφειν ἐπ' ἀλλοδημί<ας> Phld.Mort.26 : pl., Iamb.VP35.252.    IIconcrete, foreign people, στείχειν ἐπ' ἀλλοδαμίαν B.17.37, cf.Poll.9.21.

German (Pape)

[Seite 103] ἡ, Aufenthalt in der Fremde, ἐν ἀλ., Plat. Legg. XII, 954 e, dem ἐν ἄστει gegenüber, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλοδημία: ἡ, = ἀποδημία, διαμονὴ ἐν ξένῃ χώρᾳ, Ἱππ. 558. 45· ἐν ἀλλοδημίᾳ (ἀντὶ ἐν ἄλλῳ δήμῳ) = «εἰς τὰ ξένα», Πλάτ. Νόμ. 954Ε. ΙΙ. συγκεκριμ. = πληθὺς ξένων, Πολυδ. 9. 21, ὅστις μεταχειρίζεται καὶ τὸ ἐπίθ. ἀλλόδημος, ον, = ξένος, ἐκ ξένης χώρας, 3. 54.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): dór. -δᾱμία B.18.37; jón. -δημίη Hp.Int.48
1 tierra extraña, el extranjero στείχειν ἔμπορον οἷ' ἀλάταν ἐπ' ἀλλοδαμίαν B.l.c., χωρισθέντος μου εἰς ἀλλοδημίαν περὶ ἀναγκαίων πραγμάτων PTeb.50.9 (II a.C.), ἐν ἀλλοδημίᾳ Pl.Lg.954e, BGU 1255.5 (I a.C.), D.C.54.19.3
frec. c. prep. en el extranjero, de viaje ἡ νοῦσος προσπίπτει μάλιστα ἐν ἀλλοδημίῃ Hp.l.c., καταστρέφειν ἐπ' ἀλλοδημίας Phld.Mort.26.12, ἐν ἀλλοδαμίαις τότε τυχόντες estando fuera, de viaje Iambl.VP 35.
2 gente forastera ἀλλοδημίας μεστήν Poll.9.21.

Greek Monolingual

ἀλλοδημία, η (Α) ἀλλόδημος
1. διαμονή σε ξένη χώρα, στην αλλοδαπή, στα ξένα
2. (συνεκδοχικά) το πλήθος ξένων, τών αποδήμων.

Russian (Dvoretsky)

ἀλλοδημία: ἡ пребывание за границей: ἐν ἀλλοδημίᾳ Plat. заграницей.