πυργοφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πυργοφύλαξ:''' [ῠ], ὁ, [[φύλακας]] πύργου, [[φρουρός]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πυργοφύλαξ:''' [ῠ], ὁ, [[φύλακας]] πύργου, [[φρουρός]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''πυργοφύλαξ:''' ᾰκος (ῠ) ὁ хранитель (городских) башен Aesch.
}}
}}

Revision as of 09:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυργοφύλαξ Medium diacritics: πυργοφύλαξ Low diacritics: πυργοφύλαξ Capitals: ΠΥΡΓΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: pyrgophýlax Transliteration B: pyrgophylax Transliteration C: pyrgofylaks Beta Code: purgofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ,

   A tower-guard, warder, A.Th.168 (lyr.), PFlor.297.469 (vi A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 821] ακος, ὁ, Thurmwächter, Aesch. Spt. 182.

Greek (Liddell-Scott)

πυργοφύλαξ: [ῠ], ὁ, ὁ φύλαξ πύργου, φρουρός, Αἰσχύλ. Θήβ. 168.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
gardien d’une tour.
Étymologie: πύργος, φύλαξ.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
φρουρός πύργου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + φύλαξ (πρβλ. λιμενο-φύλαξ, νυκτο-φύλαξ)].

Greek Monotonic

πυργοφύλαξ: [ῠ], ὁ, φύλακας πύργου, φρουρός, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πυργοφύλαξ: ᾰκος (ῠ) ὁ хранитель (городских) башен Aesch.