διφάσιος: Difference between revisions
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
(4) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διφάσιος:''' [ᾰ], -α, -ον, = [[διπλάσιος]]·<br /><b class="num">I.</b> [[διττός]], [[διπλός]], [[διπλάσιος]], Λατ. [[bifarius]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ. = [[δύο]], στον ίδ. | |lsmtext='''διφάσιος:''' [ᾰ], -α, -ον, = [[διπλάσιος]]·<br /><b class="num">I.</b> [[διττός]], [[διπλός]], [[διπλάσιος]], Λατ. [[bifarius]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ. = [[δύο]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διφάσιος:''' (ᾰ) двойственный, двоякий, pl. тж. два, двое: αἰτίαι διφάσιαι λέγονται τοῦ θανάτου Her. о причинах смерти (Поликрата) рассказываются две версии; διφασίοισι γράμμασι [[χρᾶσθαι]] Her. пользоваться двумя родами письмен. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:52, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον, Ion. Adj.,
A of two kinds, γράμματα Hdt.2.36; αἰτίαι Id.3.122, cf. Schwyzer 725 (Milet.), Eus.Mynd.63. II in pl., = δύο, Hdt.1.18, 2.17, al.
Greek (Liddell-Scott)
διφάσιος: [ᾰ], -α, -ον, Ἰων. ἐπίθ., διπλάσιος, διπλοῦς, διττός, Λατ. bifarius, Ἡρόδ. 2. 36., 3. 122 κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. =δύο, ὁ αὐτ. 1. 18., 2. 17 κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 double;
2 de double nature, de deux sortes.
Étymologie: δίς, φημί.
Spanish (DGE)
-α, -ον
1 de dos clases γράμματα Hdt.2.36, αἰτίαι Hdt.1.70, 3.122, ἐφρόνεον δὲ διφασίας ἰδέας tenían la opinión dividida Hdt.6.100, μελίχματα Milet 1(3).31a.2 (VI/V a.C.), ὁδοὶ διφάσιαι Eus.Mynd.63.
2 doble τρώματα μεγάλα διφάσια dos grandes desastres Hdt.1.18, διφάσια στόματα doble boca (del Nilo), Hdt.2.17, εἰκόνες Hdt.2.182.
3 adv. -ίως de dos modos, Gloss.2.279.
• Etimología: Deriv. de δίφασος, comp. de δισ(σ)- y de un segundo término dud., quizá -φατος, de *bh°Hi̯2-, cf. φημί, como lat. bifariam; menos prob. la rel. c. φαίνομαι.
Greek Monotonic
διφάσιος: [ᾰ], -α, -ον, = διπλάσιος·
I. διττός, διπλός, διπλάσιος, Λατ. bifarius, σε Ηρόδ.
II. στον πληθ. = δύο, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
διφάσιος: (ᾰ) двойственный, двоякий, pl. тж. два, двое: αἰτίαι διφάσιαι λέγονται τοῦ θανάτου Her. о причинах смерти (Поликрата) рассказываются две версии; διφασίοισι γράμμασι χρᾶσθαι Her. пользоваться двумя родами письмен.