καλλικόμας: Difference between revisions
From LSJ
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
(5) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καλλικόμας:''' ὁ, = το επόμ., σε Ευρ. | |lsmtext='''καλλικόμας:''' ὁ, = το επόμ., σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καλλικόμας [καλός, κόμη] adj., met mooi haar. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, = sq.,
A πλόκαμος E.IA1080 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
καλλικόμας: ὁ, καλλίτριχος, καλλικόμαν πλόκαμον Εὐρ. Ι. Α. 1080.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m. dor. c. καλλίκομος.
Greek Monolingual
καλλικόμας, ὁ (Α)
ο καλλίκομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -κόμας (< κόμη), πρβλ. ηλιο-κόμας, στραβαλο-κόμας].
Greek Monotonic
καλλικόμας: ὁ, = το επόμ., σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλλικόμας [καλός, κόμη] adj., met mooi haar.