προαφηγέομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches

Menander, Monostichoi, 166
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προαφηγέομαι:''' Ιων. προ-απηγ-, μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., [[αφηγούμαι]] από [[πριν]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''προαφηγέομαι:''' Ιων. προ-απηγ-, μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., [[αφηγούμαι]] από [[πριν]], σε Ηρόδ.
}}
{{elnl
|elnltext=προ-αφηγέομαι, Ion. ptc. aor. προαπηγησάμενος, als eerste vertellen.
}}
}}

Revision as of 10:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προαφηγέομαι Medium diacritics: προαφηγέομαι Low diacritics: προαφηγέομαι Capitals: ΠΡΟΑΦΗΓΕΟΜΑΙ
Transliteration A: proaphēgéomai Transliteration B: proaphēgeomai Transliteration C: proafigeomai Beta Code: proafhge/omai

English (LSJ)

Ion. προαπηγ-,

   A relate before, τὴν συμφορήν Hdt.3.138, cf. PMasp.89.24 (vi.A.D.).

German (Pape)

[Seite 709] ion. προαπηγ., dep. med., vorher erzählen, Her. 3, 138 u. Sp., wie Synes.

Greek (Liddell-Scott)

προαφηγέομαι: Ἰων. προαπηγ-, ἀποθετ., διηγοῦμαι πρότερον, τὴν συμφορὴν Ἡρόδ. 3. 138. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. Α΄, σ. 258, 263.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
exposer auparavant.
Étymologie: πρό, ἀφηγέομαι.

Greek Monotonic

προαφηγέομαι: Ιων. προ-απηγ-, μέλ. -ήσομαι, αποθ., αφηγούμαι από πριν, σε Ηρόδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-αφηγέομαι, Ion. ptc. aor. προαπηγησάμενος, als eerste vertellen.