πλύνος: Difference between revisions

From LSJ

ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals

Source
(33)
(nl)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[πλύνω]]<br /><b>1.</b> το [[πλύσιμο]]<br /><b>2.</b> [[κάτι]] που έχει πλυθεί<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[νιτρική]] πλύνου» — νιτρικό [[σαπούνι]]<br />β) <b>μτφ.</b> «πλύνον ποιῶ τινα» — [[πλύνω]]<br />γ) <b>μτφ.</b> «πλύνον πλύνεσθαι» — υβρίζομαι.
|mltxt=ὁ, Α [[πλύνω]]<br /><b>1.</b> το [[πλύσιμο]]<br /><b>2.</b> [[κάτι]] που έχει πλυθεί<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[νιτρική]] πλύνου» — νιτρικό [[σαπούνι]]<br />β) <b>μτφ.</b> «πλύνον ποιῶ τινα» — [[πλύνω]]<br />γ) <b>μτφ.</b> «πλύνον πλύνεσθαι» — υβρίζομαι.
}}
{{elnl
|elnltext=πλύνος -ου, ὁ [πλύνω] het wassen, overdr.. πλύνον με ποιῶν ‘mij een oorwassing geven’ (d.w.z. er flink van langs geven) Aristoph. Pl. 1061.
}}
}}

Revision as of 10:08, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 638] eine Sache, die gewaschen wird, Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. πλυνός.

Greek Monolingual

ὁ, Α πλύνω
1. το πλύσιμο
2. κάτι που έχει πλυθεί
3. φρ. α) «νιτρική πλύνου» — νιτρικό σαπούνι
β) μτφ. «πλύνον ποιῶ τινα» — πλύνω
γ) μτφ. «πλύνον πλύνεσθαι» — υβρίζομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλύνος -ου, ὁ [πλύνω] het wassen, overdr.. πλύνον με ποιῶν ‘mij een oorwassing geven’ (d.w.z. er flink van langs geven) Aristoph. Pl. 1061.