δεσμευτικός: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
(9) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δεσμευτικός]], -ή, -όν) [[δεσμεύω]]<br />αυτός που επιφέρει [[δέσμευση]] («δεσμευτικοί όροι συμβολαίου»). | |mltxt=-ή, -ό (AM [[δεσμευτικός]], -ή, -όν) [[δεσμεύω]]<br />αυτός που επιφέρει [[δέσμευση]] («δεσμευτικοί όροι συμβολαίου»). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δεσμευτικός -ή -όν [δεσμεύω] om mee vast te binden. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for fetters, Pl.Lg.847d.
German (Pape)
[Seite 550] zum Binden tauglich, Plat. Legg. VIII, 847 d.
Greek (Liddell-Scott)
δεσμευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος πρὸς δέσιν, Πλάτ. Νόμ. 847D.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
propio para atar, de cordelería κτῆμα δ. adquisición de material de cordelería o atarazana con fines militares, Pl.Lg.847d.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δεσμευτικός, -ή, -όν) δεσμεύω
αυτός που επιφέρει δέσμευση («δεσμευτικοί όροι συμβολαίου»).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεσμευτικός -ή -όν [δεσμεύω] om mee vast te binden.