κουρεύτρια: Difference between revisions
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
(5) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κουρεύτρια:''' ἡ, θηλ. του [[κουρεύς]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''κουρεύτρια:''' ἡ, θηλ. του [[κουρεύς]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κουρεύτρια -ας, ἡ [κουρά] kapster. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, fem. of κουρεύς, κουρευτής, Plu.Ant.60.
Greek (Liddell-Scott)
κουρεύτρια: ἡ, θηλ. τοῦ κουρεύς, κουρευτής, Πλουτ. Ἀντών. 60.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
fém. c. κουρεύς.
Greek Monolingual
κουρεύτρια, ἡ (Α)
βλ. κουρευτής.
Greek Monotonic
κουρεύτρια: ἡ, θηλ. του κουρεύς, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κουρεύτρια -ας, ἡ [κουρά] kapster.