προέμεν: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προέμεν:''' Επικ. αντί <i>προεῖναι</i>, απαρ. αορ. βʹ του προΐημι.
|lsmtext='''προέμεν:''' Επικ. αντί <i>προεῖναι</i>, απαρ. αορ. βʹ του προΐημι.
}}
{{elnl
|elnltext=προέμεν ep. inf. aor. act. van προΐημι.
}}
}}

Revision as of 10:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προέμεν Medium diacritics: προέμεν Low diacritics: προέμεν Capitals: ΠΡΟΕΜΕΝ
Transliteration A: proémen Transliteration B: proemen Transliteration C: proemen Beta Code: proe/men

English (LSJ)

Ep. aor. 2 inf. of προΐημι (q. v.).

Greek (Liddell-Scott)

προέμεν: Ἐπικ. ἀόρ. β΄ ἀπαρ. τοῦ προΐημι, Ὀδ.· πρβλ. ἐξέμεν, ἐπιπροέμεν.

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 épq. de προΐημι.

English (Autenrieth)

see προΐημι.

Greek Monotonic

προέμεν: Επικ. αντί προεῖναι, απαρ. αορ. βʹ του προΐημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προέμεν ep. inf. aor. act. van προΐημι.