παραρθρέω: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
(6_6)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραρθρέω''': ἐξαρθροῦμαι εἰς τὰ πλάγια, ἄρθρον παραρθρῆσαν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 794. ΙΙ.μεταβ., ἐξαρθρώνω εἰς τὰ πλάγια, Πλάτ. Ἀξίοχ. 367Β· πρβλ. [[ἐξαρθρέω]].
|lstext='''παραρθρέω''': ἐξαρθροῦμαι εἰς τὰ πλάγια, ἄρθρον παραρθρῆσαν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 794. ΙΙ.μεταβ., ἐξαρθρώνω εἰς τὰ πλάγια, Πλάτ. Ἀξίοχ. 367Β· πρβλ. [[ἐξαρθρέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=παραρθρέω [παρά, ἄρθρον] met acc. verrekken; intrans. ontwricht zijn.
}}
}}

Revision as of 10:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραρθρέω Medium diacritics: παραρθρέω Low diacritics: παραρθρέω Capitals: ΠΑΡΑΡΘΡΕΩ
Transliteration A: pararthréō Transliteration B: pararthreō Transliteration C: pararthreo Beta Code: pararqre/w

English (LSJ)

   A to be partially dislocated, ἄρθρον παραρθρῆσαν Hp.Art. 17 codd., cf. Apollon. Cit.2, Gal.UP12.10, 15.7, Heliod. ap. Orib.49.14.7.    II trans., dislocate, v.l.in Pl.Ax.367b.

German (Pape)

[Seite 496] verrenken, Hippocr. u. a. Medic.; übertr., Plat. Ax. 367 b.

Greek (Liddell-Scott)

παραρθρέω: ἐξαρθροῦμαι εἰς τὰ πλάγια, ἄρθρον παραρθρῆσαν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 794. ΙΙ.μεταβ., ἐξαρθρώνω εἰς τὰ πλάγια, Πλάτ. Ἀξίοχ. 367Β· πρβλ. ἐξαρθρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραρθρέω [παρά, ἄρθρον] met acc. verrekken; intrans. ontwricht zijn.