παυστέον: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(5)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παυστέον:''' ρημ. επίθ. του [[παύω]], αυτός που πρέπει να σταματήσει, σε Πλάτ.
|lsmtext='''παυστέον:''' ρημ. επίθ. του [[παύω]], αυτός που πρέπει να σταματήσει, σε Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=παυστέον, adj. verb. van παύω of παύομαι, het\n of er moet gestopt worden.
}}
}}

Revision as of 10:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παυστέον Medium diacritics: παυστέον Low diacritics: παυστέον Capitals: ΠΑΥΣΤΕΟΝ
Transliteration A: paustéon Transliteration B: pausteon Transliteration C: pafsteon Beta Code: pauste/on

English (LSJ)

(παύω)

   A one must stop, put an end to, Pl.R.391e, Grg. 523d, etc.    II (παύομαι) one must cease, Plu.2.6c : c. gen., τῆς ὁρμῆς Dexipp. Hist.26.10 J.

Greek (Liddell-Scott)

παυστέον: ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ παύω, δεῖ παύειν ..., Πλάτ. Πολ. 391 Ε, Γοργ. 523 D, κτλ. ΙΙ. ἐκ τοῦ παύομαι, δεῖ παύεσθαι, Πλούτ. 2. 6C.

Greek Monotonic

παυστέον: ρημ. επίθ. του παύω, αυτός που πρέπει να σταματήσει, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παυστέον, adj. verb. van παύω of παύομαι, het\n of er moet gestopt worden.