Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κεφαλοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
(20)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[κεφαλοειδής]], -ές)<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] κεφαλιού, αυτός που μοιάζει με [[κεφάλι]] («λοβὸς [[κεφαλοειδής]]», <b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεφαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είδος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καρφο</i>-<i>ειδής</i>, <i>τραπεζο</i>-<i>ειδής</i>].
|mltxt=-ές (Α [[κεφαλοειδής]], -ές)<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] κεφαλιού, αυτός που μοιάζει με [[κεφάλι]] («λοβὸς [[κεφαλοειδής]]», <b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεφαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είδος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καρφο</i>-<i>ειδής</i>, <i>τραπεζο</i>-<i>ειδής</i>].
}}
{{elnl
|elnltext=κεφαλοειδής -ές [κεφαλή, εἶδος] in de vorm van een hoofd.
}}
}}

Revision as of 10:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφᾰλοειδής Medium diacritics: κεφαλοειδής Low diacritics: κεφαλοειδής Capitals: ΚΕΦΑΛΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kephaloeidḗs Transliteration B: kephaloeidēs Transliteration C: kefaloeidis Beta Code: kefaloeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A shaped like a head, ὀρίγανος Hp.Int.6; λοβός Dsc.2.110; παρεξοχή Apollod.Poliorc.220.20; κορμός Oenom. ap. Eus.PE5.36.

German (Pape)

[Seite 1428] ές, kopfförmig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κεφᾰλοειδής: -ές, ἔχων τὸ σχῆμα κεφαλῆς, ὀρίγανον Ἱππ. 534. 41· κορμὸς Οἰνόμ. παρ’ Εὐσεβ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 234Β.

Greek Monolingual

-ές (Α κεφαλοειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα κεφαλιού, αυτός που μοιάζει με κεφάλι («λοβὸς κεφαλοειδής», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -ειδής (< είδος), πρβλ. καρφο-ειδής, τραπεζο-ειδής].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεφαλοειδής -ές [κεφαλή, εἶδος] in de vorm van een hoofd.