παραλειπτέον: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
(5)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραλειπτέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να παραλείψει, <i>τι</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''παραλειπτέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να παραλείψει, <i>τι</i>, σε Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=παραλειπτέον, adj. verb. van παραλείπω, er moet weggelaten worden.
}}
}}

Revision as of 10:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραλειπτέον Medium diacritics: παραλειπτέον Low diacritics: παραλειπτέον Capitals: ΠΑΡΑΛΕΙΠΤΕΟΝ
Transliteration A: paraleiptéon Transliteration B: paraleipteon Transliteration C: paraleipteon Beta Code: paraleipte/on

English (LSJ)

   A one must pass over, οὐ π. ὡς . . X.Ages.8.3 ; οὐ π. τὰ περὶ τῆς πόλεως Isoc.Ep.2.14 ; οὐ π. περί τινος D.S.5.83.

Greek (Liddell-Scott)

παραλειπτέον: ῥημ. ἐπίθ., τοῦ παραλείπω, δεῖ παραλείπειν, τῇ μεγαλοφροσύνῃ ὡς εὐκαίρως ἐχρῆτο οὐ παραλειπτέον Ξεν. Ἀγησ. 8, 3· οὐ παραλειπτέον ἐστὶ τὰ περὶ τῆς πόλεως Ἰσοκρ. 409C· οὐ π. περί τινος Διόδ. 5. 83.

Greek Monotonic

παραλειπτέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει κάποιος να παραλείψει, τι, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραλειπτέον, adj. verb. van παραλείπω, er moet weggelaten worden.