παραλειπτέον: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(nl) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παραλειπτέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να παραλείψει, <i>τι</i>, σε Ξεν. | |lsmtext='''παραλειπτέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να παραλείψει, <i>τι</i>, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παραλειπτέον, adj. verb. van παραλείπω, er moet weggelaten worden. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:52, 31 December 2018
English (LSJ)
A one must pass over, οὐ π. ὡς . . X.Ages.8.3 ; οὐ π. τὰ περὶ τῆς πόλεως Isoc.Ep.2.14 ; οὐ π. περί τινος D.S.5.83.
Greek (Liddell-Scott)
παραλειπτέον: ῥημ. ἐπίθ., τοῦ παραλείπω, δεῖ παραλείπειν, τῇ μεγαλοφροσύνῃ ὡς εὐκαίρως ἐχρῆτο οὐ παραλειπτέον Ξεν. Ἀγησ. 8, 3· οὐ παραλειπτέον ἐστὶ τὰ περὶ τῆς πόλεως Ἰσοκρ. 409C· οὐ π. περί τινος Διόδ. 5. 83.
Greek Monotonic
παραλειπτέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει κάποιος να παραλείψει, τι, σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραλειπτέον, adj. verb. van παραλείπω, er moet weggelaten worden.