κορυδαλλίς: Difference between revisions

From LSJ

ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπωςlive in a manner above reproach and without offence to others

Source
(5)
 
(nl)
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κορῠδαλλίς:''' -[[ίδος]], ἡ και κορῠδαλλός, ὁ, = το επόμ., σε Θεόκρ.
|lsmtext='''κορῠδαλλίς:''' -[[ίδος]], ἡ και κορῠδαλλός, ὁ, = το επόμ., σε Θεόκρ.
}}
{{elnl
|elnltext=κορυδαλλίς -ίδος, ἡ en κορυδαλλός -οῦ, ὁ [~ κορυδός] leeuwerik (vogel).
}}
}}

Revision as of 10:56, 31 December 2018

Greek Monotonic

κορῠδαλλίς: -ίδος, ἡ και κορῠδαλλός, ὁ, = το επόμ., σε Θεόκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορυδαλλίς -ίδος, ἡ en κορυδαλλός -οῦ, ὁ [~ κορυδός] leeuwerik (vogel).