προχοΐς: Difference between revisions
οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προχοΐς:''' -ΐδος, ἡ, υποκορ. του [[πρόχοος]], [[ουροδοχείο]], σε Ξεν. | |lsmtext='''προχοΐς:''' -ΐδος, ἡ, υποκορ. του [[πρόχοος]], [[ουροδοχείο]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προχοΐς -ΐδος, ἡ [πρόχοος] po. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ΐδος, ἡ, Dim. of πρόχοος,= ἀμίς,
A chamber-pot, X.Cyr. 8.8.10, cf. Ath.11.496c. II = ἐπίχυσις, AB294.
German (Pape)
[Seite 800] ίδος, ἡ, dim. von πρόχοος; Xen. Cyr. 8, 8, 10, wo es von Ath. XI, 496 c durch κύλικες erklärt wird, wahrscheinlich aber = ἀμίδες ist, womit es Hesych. erkl. – In B. A. 294 steht προχοῒς ἡ ἐπίχυσις καλουμένη.
Greek (Liddell-Scott)
προχοΐς: ΐδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ πρόχοος, = ἀμίς, οὐροδοχεῖον, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 10, πρβλ. Ἀθήν. 469C. ΙΙ. = ἐπίχυσις, Α. Β. 294, 32.
French (Bailly abrégé)
ΐδος (ἡ) :
vase de nuit.
Étymologie: προχέω.
Par. ἀμίς, λάσανον.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
προχοΐς: -ΐδος, ἡ, υποκορ. του πρόχοος, ουροδοχείο, σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προχοΐς -ΐδος, ἡ [πρόχοος] po.