πολύλλιθος: Difference between revisions
From LSJ
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολύλλῐθος:''' -ον, εξαιρετικά [[πετρώδης]], σε Ανθ. | |lsmtext='''πολύλλῐθος:''' -ον, εξαιρετικά [[πετρώδης]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πολύλλιθος -ον [πολύς, λίθος] rotsachtig. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A very stony, AP6.3 (Dionys.).
German (Pape)
[Seite 665] mit vielen Steinen, Τρηχίς, Dionys. 6 (VI, 3).
Greek (Liddell-Scott)
πολύλλιθος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς λίθους, Ἀνθ. Π. 6. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux nombreuses pierres.
Étymologie: πολύς, λίθος.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πολλές πέτρες, πετρώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -λλιθος (< λίθος), πρβλ. μονό-λιθος].
Greek Monotonic
πολύλλῐθος: -ον, εξαιρετικά πετρώδης, σε Ανθ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύλλιθος -ον [πολύς, λίθος] rotsachtig.