διάνημα: Difference between revisions
From LSJ
Ξένος πεφυκὼς τοὺς ξενηδόχους (ξενίζοντας) σέβου → Honorem habe, peregrine, susceptoribus → Als Gast erweise dem, der dich bewirtet, Ehr
(1b) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διάνημα:''' ατος τό [[νέω]] III] нити, пряжа Plat. | |elrutext='''διάνημα:''' ατος τό [[νέω]] III] нити, пряжа Plat. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=διάνημα -ατος, τό [διανήθω] draad. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is spun, a thread, Pl.Plt.309b.
Greek (Liddell-Scott)
διάνημα: τὸ κλωσθέν, κλωστή, νῆμα, Πλάτ. Πολιτ. 309Β.
Spanish (DGE)
-ματος, τό entramado fig., Pl.Plt.309b.
Greek Monolingual
διάνημα, το (Α) διανέω
1. η κλώση, το κλώσιμο
2. η κλωστή, το νήμα.
Russian (Dvoretsky)
διάνημα: ατος τό νέω III] нити, пряжа Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάνημα -ατος, τό [διανήθω] draad.