συνδημιουργός: Difference between revisions
Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut
(39) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, ΜΑ και δωρ. τ. [[συνδαμιοργός]] Α [[δημιουργός]]<br /><b>1.</b> αυτός που δημιουργεί [[μαζί]] με άλλον ή συγχρόνως με άλλον («ὁ Υἱὸς γέγονε συνδημιουργὸς τῷ Πατρί», Επιφάν.)<br /><b>2.</b> (ο δωρ. τ. στον πληθ.) <i>τοί συνδαμιοργοί</i><br />(στους Λοκρούς) οι από κοινού άρχοντες. | |mltxt=ὁ, ΜΑ και δωρ. τ. [[συνδαμιοργός]] Α [[δημιουργός]]<br /><b>1.</b> αυτός που δημιουργεί [[μαζί]] με άλλον ή συγχρόνως με άλλον («ὁ Υἱὸς γέγονε συνδημιουργὸς τῷ Πατρί», Επιφάν.)<br /><b>2.</b> (ο δωρ. τ. στον πληθ.) <i>τοί συνδαμιοργοί</i><br />(στους Λοκρούς) οι από κοινού άρχοντες. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συν-δημιουργός -οῦ, ὁ medewerker (van), collega (van), met dat. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A fellow-workman, Pl. Lg.671d. II Dor. συνδᾱμιοργοί, τοί, fellow-δαμιοργοί, of magistrates in Locris, IG9(1).335 (V B.C.).
German (Pape)
[Seite 1006] mit verfertigend, Mitschöpfer, Miturheber, τῶν νόμων Plat. Legg. II, 671 d.
Greek (Liddell-Scott)
συνδημιουργός: ὁ, ὁ συνδημιουργῶν, ὁ ὁμοῦ μετ’ ἄλλου δημιουργῶν τι, Πλάτ. Νόμ. 671D, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 616A.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ και δωρ. τ. συνδαμιοργός Α δημιουργός
1. αυτός που δημιουργεί μαζί με άλλον ή συγχρόνως με άλλον («ὁ Υἱὸς γέγονε συνδημιουργὸς τῷ Πατρί», Επιφάν.)
2. (ο δωρ. τ. στον πληθ.) τοί συνδαμιοργοί
(στους Λοκρούς) οι από κοινού άρχοντες.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ και δωρ. τ. συνδαμιοργός Α δημιουργός
1. αυτός που δημιουργεί μαζί με άλλον ή συγχρόνως με άλλον («ὁ Υἱὸς γέγονε συνδημιουργὸς τῷ Πατρί», Επιφάν.)
2. (ο δωρ. τ. στον πληθ.) τοί συνδαμιοργοί
(στους Λοκρούς) οι από κοινού άρχοντες.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-δημιουργός -οῦ, ὁ medewerker (van), collega (van), met dat.