ὕπαυλος: Difference between revisions
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
(6) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὕπαυλος:''' -ον ([[αὐλή]]), αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από την [[αυλή]], [[αύλειος]], με γεν., σκηνῆς [[ὕπαυλος]], υπό τη [[σκέπη]] της σκηνής, σε Σοφ. | |lsmtext='''ὕπαυλος:''' -ον ([[αὐλή]]), αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από την [[αυλή]], [[αύλειος]], με γεν., σκηνῆς [[ὕπαυλος]], υπό τη [[σκέπη]] της σκηνής, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὕπαυλος:''' [[αὐλή]] находящийся под кровом: σκηνῆς ὕπαυλον εἴργειν τινά Soph. держать кого-л. в шатре. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (αὐλή)
A under or in the court, c. gen., σκηνῆς ὕπαυλος under shelter of the tent, S.Aj.796.
Greek (Liddell-Scott)
ὕπαυλος: -ον, (αὐλὴ) ὁ ὑπὸ τὴν αὐλὴν ἢ ἐν τῇ αὐλῇ, μετά γεν., σκηνῆς ὕπαυλος, ὑπὸ τὴν σκέπην τῆς σκηνῆς, Σοφ. Αἴ. 796.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sous l’abri de, gén..
Étymologie: ὑπό, αὐλή.
Greek Monotonic
ὕπαυλος: -ον (αὐλή), αυτός που βρίσκεται κάτω από την αυλή, αύλειος, με γεν., σκηνῆς ὕπαυλος, υπό τη σκέπη της σκηνής, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὕπαυλος: αὐλή находящийся под кровом: σκηνῆς ὕπαυλον εἴργειν τινά Soph. держать кого-л. в шатре.