διαρράπτω: Difference between revisions

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
(9)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διαρράπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[συναρμολογώ]] με [[ραφή]], [[συρράπτω]]<br /><b>2.</b> [[παρεμβάλλω]] [[κάτι]] συρράπτοντάς το στο [[σύνολο]].
|mltxt=[[διαρράπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[συναρμολογώ]] με [[ραφή]], [[συρράπτω]]<br /><b>2.</b> [[παρεμβάλλω]] [[κάτι]] συρράπτοντάς το στο [[σύνολο]].
}}
{{elnl
|elnltext=διαρράπτω [διά, ῥάπτω] hechten (een wond).
}}
}}

Revision as of 11:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαρράπτω Medium diacritics: διαρράπτω Low diacritics: διαρράπτω Capitals: ΔΙΑΡΡΑΠΤΩ
Transliteration A: diarráptō Transliteration B: diarraptō Transliteration C: diarrapto Beta Code: diarra/ptw

English (LSJ)

   A sew through or together, Str.15.1.67, Plu.2.978a; insert a suture, Gal.18(2).746.

Greek (Liddell-Scott)

διαρράπτω: ῥάπτω ἐντελῶς ἢ ὁμοῦ, Πλούτ. 2. 978Α, κτλ.· ― ῥημ. ἐπίθ. διαρραπτέον Ὀρειβ. 157. 13.

French (Bailly abrégé)

coudre ensemble.
Étymologie: διά, ῥάπτω.

Spanish (DGE)

1 pasar hilos, coser c. ac. τρίχας καὶ σχοινία λεπτά Str.15.1.67, ὁλοσχοίνους Plu.2.978a, ταῦτα (τὰ νήματα τὰ σηρικά) ἐν ὑποδήμασι δ. coser estos (hilos de seda) en el calzado Chrys.M.58.501.
2 cirug. suturar τὸ τραῦμα Plu.Cat.Mi.70, τὸ δέρμα Gal.18(2).746, 996.

Greek Monolingual

διαρράπτω (Α)
1. συναρμολογώ με ραφή, συρράπτω
2. παρεμβάλλω κάτι συρράπτοντάς το στο σύνολο.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαρράπτω [διά, ῥάπτω] hechten (een wond).