μεταπύργιον: Difference between revisions

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεταπύργιον:''' τό ([[πύργος]]), [[τοίχος]] [[μεταξύ]] [[δύο]] πύργων, [[παραπέτασμα]], σε Θουκ.
|lsmtext='''μεταπύργιον:''' τό ([[πύργος]]), [[τοίχος]] [[μεταξύ]] [[δύο]] πύργων, [[παραπέτασμα]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταπύργιον:''' τό Thuc. = [[μεσοπύργιον]].
}}
}}

Revision as of 11:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταπύργιον Medium diacritics: μεταπύργιον Low diacritics: μεταπύργιον Capitals: ΜΕΤΑΠΥΡΓΙΟΝ
Transliteration A: metapýrgion Transliteration B: metapyrgion Transliteration C: metapyrgion Beta Code: metapu/rgion

English (LSJ)

τό,

   A = μεσοπύργιον, space between two towers, curtain, Th.3.22, Lys.Fr.97 S., IG22.463.49, 22.1658, al., Ph.Bel.80.11, J.BJ 3.5.2 (pl.).

German (Pape)

[Seite 153] τό, = μεσοπύργιον, der Raum zwischen zwei Thürmen, Thuc. 3, 22.

Greek (Liddell-Scott)

μεταπύργιον: τό, = μεσοπύργιον, Θουκ. 3. 22, Λυσ. παρ’ Ἁρποκρ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
c. μεσοπύργιον.
Étymologie: μετά, πύργος.

Greek Monotonic

μεταπύργιον: τό (πύργος), τοίχος μεταξύ δύο πύργων, παραπέτασμα, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

μεταπύργιον: τό Thuc. = μεσοπύργιον.