φιλοσκώμμων: Difference between revisions

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλοσκώμμων:''' -ον, αυτός που αγαπά τα σκώμματα ή τα αστεία, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''φῐλοσκώμμων:''' -ον, αυτός που αγαπά τα σκώμματα ή τα αστεία, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλοσκώμμων:''' 2, gen. ονος любящий насмешки или шутки Her., Plut.
}}
}}

Revision as of 11:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοσκώμμων Medium diacritics: φιλοσκώμμων Low diacritics: φιλοσκώμμων Capitals: ΦΙΛΟΣΚΩΜΜΩΝ
Transliteration A: philoskṓmmōn Transliteration B: philoskōmmōn Transliteration C: filoskommon Beta Code: filoskw/mmwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A fond of scoffing or jesting, Hdt.2.174, Plu.Sull.2, App.Sam.7.2, Luc.Tim.46. Adv. -μόνως Poll.5.161.

German (Pape)

[Seite 1285] ονος, Spott liebend, gern spottend, Her. 2, 174.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοσκώμμων: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ σκώμματα ἢ τὰ ἀστεῖα, Ἡρόδ. 2. 174, Ἀππ., Λουκ., κλπ. Ἐπίρρ. -μόνως, Πολυδ. Ε΄, 161.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui aime à railler, moqueur.
Étymologie: φίλος, σκώπτω.

Greek Monolingual

-ον ΝΜΑ
(στην νεοελλ. ως λόγιος τ.) αυτός που του αρέσουν τα πειράγματα ή οι αστεϊσμοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -σκώμμων (< σκῶμμα «πείραγμα, αστεϊσμός»)].

Greek Monotonic

φῐλοσκώμμων: -ον, αυτός που αγαπά τα σκώμματα ή τα αστεία, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

φιλοσκώμμων: 2, gen. ονος любящий насмешки или шутки Her., Plut.