ἄδειπνος: Difference between revisions
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄδειπνος:''' -ον ([[δεῖπνον]]), αυτός που δεν δείπνησε, ο [[νηστικός]], σε Ξεν. κ.λπ. | |lsmtext='''ἄδειπνος:''' -ον ([[δεῖπνον]]), αυτός που δεν δείπνησε, ο [[νηστικός]], σε Ξεν. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄδειπνος:''' непообедавший: ηὐλίσθησαν [[ἄνευ]] πυρὸς καὶ ἄδειπνοι Xen. они расположились лагерем, не зажигая огней и не поевши. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A without the evening meal, supperless, Hp.Aph.5.41, X.An.4.5.21, etc.
German (Pape)
[Seite 32] der noch nicht (die Hauptmahlzeit, δεῖπνον) gegessen hat, Xen. An. 4, 5, 21 u. öfter, wie Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἄδειπνος: -ον, ὁ ἄνευ τοῦ ἑσπερινοῦ φαγητοῦ, ὁ μὴ δειπνήσας, Ἱππ. Ἀφορ. 1254, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 21, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans dîner, sans souper.
Étymologie: ἀ, δεῖπνον.
Spanish (DGE)
-ον
que no ha cenado Hp.Aph.5.41, X.An.4.5.21, Plu.2.157d, Men.Asp.232, Aen.Tact.26.2, Nonn.D.17.51, Ach.Tat.5.21.3.
Greek Monotonic
ἄδειπνος: -ον (δεῖπνον), αυτός που δεν δείπνησε, ο νηστικός, σε Ξεν. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἄδειπνος: непообедавший: ηὐλίσθησαν ἄνευ πυρὸς καὶ ἄδειπνοι Xen. они расположились лагерем, не зажигая огней и не поевши.