ἄμμες: Difference between revisions
From LSJ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄμμες:''' Αιολ. αντί [[ἡμεῖς]], ονομ. πληθ. του [[ἐγώ]]. | |lsmtext='''ἄμμες:''' Αιολ. αντί [[ἡμεῖς]], ονομ. πληθ. του [[ἐγώ]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄμμες:''' эп.-эол.-дор. = [[ἡμεῖς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:40, 31 December 2018
English (LSJ)
Aeol. and Ep. for ἡμεῖς: acc. ἄμμε: gen. ἀμμέων: dat. ἄμμι (
A νρπαρ; Hom., etc.; ἄμμεσιν, Alc.100. ἀμμέσον, poet. for ἀνὰ μέσον, Hes. ἀμμέτερος and ἄμμος, = ἡμέτερος, Alc.105 A, B.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμμες: παλ. Αἰολ., Δωρ. καὶ Ἐπ. ἀντὶ ἡμεῖς, Ὅμ.
French (Bailly abrégé)
épq. c. ἡμεῖς.
English (Autenrieth)
see ἡμεῖς.
Spanish (DGE)
v. ἐγώ.
Greek Monolingual
ἅμμες (Α)
αιολικός και δωρικός τύπος της αντωνυμίας ἡμεῑς (ονομ. πληθ. του ἐγώ).
Greek Monotonic
ἄμμες: Αιολ. αντί ἡμεῖς, ονομ. πληθ. του ἐγώ.
Russian (Dvoretsky)
ἄμμες: эп.-эол.-дор. = ἡμεῖς.