δεικτός: Difference between revisions
From LSJ
(8) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δεικτός]], -ή, -όν (Α) [[δείκνυμι]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να αποδειχθεί, που επιδέχεται [[απόδειξη]]<br /><b>2.</b> [[κατανοητός]], [[αντιληπτός]]. | |mltxt=[[δεικτός]], -ή, -όν (Α) [[δείκνυμι]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να αποδειχθεί, που επιδέχεται [[απόδειξη]]<br /><b>2.</b> [[κατανοητός]], [[αντιληπτός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δεικτός:''' могущий быть доказанным, доказуемый Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A capable of proof, Arist. AP0.76b27. 2 perceptible, Phlp.in Cat.88.21.
Greek (Liddell-Scott)
δεικτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἀποδείξῃ, ἐπιδεικτικὸς ἀποδείξεως, Ἀριστ. Ἀν. Ὑστ. 1. 10, 7.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 comprobable, demostrable Arist.APo.76b27, Gal.8.678.
2 perceptible Dam.in Prm.439, Phlp.in Cat.88.21.
Greek Monolingual
δεικτός, -ή, -όν (Α) δείκνυμι
1. αυτός που μπορεί να αποδειχθεί, που επιδέχεται απόδειξη
2. κατανοητός, αντιληπτός.
Russian (Dvoretsky)
δεικτός: могущий быть доказанным, доказуемый Arst.