κατάβα: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
(5)
(2b)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατάβα:''' αντί [[κατάβηθι]], προστ. αορ. βʹ του [[καταβαίνω]].
|lsmtext='''κατάβα:''' αντί [[κατάβηθι]], προστ. αορ. βʹ του [[καταβαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατάβᾱ:''' Arph. (= [[κατάβηθι]]) 2 л. imper. aor. 2 к [[καταβαίνω]].
}}
}}

Revision as of 12:00, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

κατάβα: ἀντὶ κατάβηθι, προστ. ἀορ. β΄ τοῦ καταβαίνω.

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. impér. ao.2 att. de καταβαίνω.

Greek Monolingual

(I)
κατάβα(ν) και κατέβα, τὸ (Μ)
κατέβασμα, κάθοδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένη προστ. αορ. του καταβαίνω.———————— (II)
κατάβα (Α)
(ποιητ. τ. β' εν. προσ. προστ. αορ. β' αντί κατάβηθι)
κατέβα.

Greek Monotonic

κατάβα: αντί κατάβηθι, προστ. αορ. βʹ του καταβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

κατάβᾱ: Arph. (= κατάβηθι) 2 л. imper. aor. 2 к καταβαίνω.