Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παρεκτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
(31)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[παρέχω]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να παρέχει, να επιφέρει [[κάτι]], ο [[παραίτιος]] (α. «παρεκτικὸς ἀλγηδόνος», Σέξτ. Εμπ.<br />β. «παρεκτικὸς ἐλπίδος», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γενναιόδωρος]], [[κουβαρντάς]], [[ελευθέριος]].
|mltxt=-ή, -όν, Α [[παρέχω]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να παρέχει, να επιφέρει [[κάτι]], ο [[παραίτιος]] (α. «παρεκτικὸς ἀλγηδόνος», Σέξτ. Εμπ.<br />β. «παρεκτικὸς ἐλπίδος», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γενναιόδωρος]], [[κουβαρντάς]], [[ελευθέριος]].
}}
{{elru
|elrutext='''παρεκτικός:''' доставляющий, причиняющий: τὸ τῆς ἀλγηδόνος παρεκτικόν Sext. то, что причиняет боль.
}}
}}

Revision as of 12:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεκτικός Medium diacritics: παρεκτικός Low diacritics: παρεκτικός Capitals: ΠΑΡΕΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: parektikós Transliteration B: parektikos Transliteration C: parektikos Beta Code: parektiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (παρέχω)

   A able to cause, Stoic.2.119; ἀλγηδόνος S.E.M.7.203, cf. Alex.Aphr. in Metaph.58.29; ἐλπίδος Gal.17(2).147; δυάδος Theol.Ar.6 ; τοῦ εὖ Procl.Inst.9.    II liberal, Ar.Byz. Epit.43.7 (Comp.), Vett. Val.47.3, al.

German (Pape)

[Seite 514] ή, όν, zum Darreichen od. Geben geschickt, geneigt, darreichend, Sp., wie Schol. Soph. O. R. 24; ἀλγηδόνος, S. Emp. adv. math. 7, 203.

Greek (Liddell-Scott)

παρεκτικός: ή,όν, ὁ δυνάμενος νὰ παράσχῃ, νὰ προξενήσῃ τι, τὸ τῆς ἀλγηδόνος παρεκτικὸν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7.203 · θερμότητος Γαλην., κτλ.· - τὸ παρεκτικόν, ἡ ἰδιότης τοῦ παρέχειν, τοῦ προξενεῖν, Κλήμ. Ἀλ. 929.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α παρέχω
1. αυτός που μπορεί να παρέχει, να επιφέρει κάτι, ο παραίτιος (α. «παρεκτικὸς ἀλγηδόνος», Σέξτ. Εμπ.
β. «παρεκτικὸς ἐλπίδος», Γαλ.)
2. γενναιόδωρος, κουβαρντάς, ελευθέριος.

Russian (Dvoretsky)

παρεκτικός: доставляющий, причиняющий: τὸ τῆς ἀλγηδόνος παρεκτικόν Sext. то, что причиняет боль.