κεντροπαγής: Difference between revisions

From LSJ

ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty

Source
(6_7)
(2b)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κεντροπᾰγής''': -ές, ὁ βαθέως ἐμπηγνύς τὸ [[κέντρον]], διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ κεντρομανὴς ΙΙ.
|lstext='''κεντροπᾰγής''': -ές, ὁ βαθέως ἐμπηγνύς τὸ [[κέντρον]], διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ κεντρομανὴς ΙΙ.
}}
{{elru
|elrutext='''κεντροπαγής:''' Anth. = [[κεντροραγής]].
}}
}}

Latest revision as of 12:04, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1418] ές, den Stachel einheftend, Salmas. Em. für κεντρομανής im Ep. ad. 121.

Greek (Liddell-Scott)

κεντροπᾰγής: -ές, ὁ βαθέως ἐμπηγνύς τὸ κέντρον, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ κεντρομανὴς ΙΙ.

Russian (Dvoretsky)

κεντροπαγής: Anth. = κεντροραγής.