Κενταυρικός: Difference between revisions

From LSJ

πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria

Source
(5)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Κενταυρικός:''' -ή, -όν, όπως [[ένας]] [[Κένταυρος]], δηλ. [[τραχύς]], [[βίαιος]], [[κτηνώδης]], [[ζωώδης]]· επίρρ. -[[κῶς]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''Κενταυρικός:''' -ή, -όν, όπως [[ένας]] [[Κένταυρος]], δηλ. [[τραχύς]], [[βίαιος]], [[κτηνώδης]], [[ζωώδης]]· επίρρ. -[[κῶς]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''Κενταυρικός:''' состоящий из кентавров ([[θίασος]] Plat.).
}}
}}

Revision as of 12:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κενταυρικός Medium diacritics: Κενταυρικός Low diacritics: Κενταυρικός Capitals: ΚΕΝΤΑΥΡΙΚΟΣ
Transliteration A: Kentaurikós Transliteration B: Kentaurikos Transliteration C: Kentavrikos Beta Code: *kentauriko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A like a Centaur, i.e. savage, brutal. Adv. -κῶς Ar.Ra.38.

Greek (Liddell-Scott)

Κενταυρικός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς Κένταυρον, δηλ. ἄγριος, θηριώδης, κτηνώδης·- Ἐπίρρ., -κῶς, τίς τὴν θήραν ἐπάταξεν; ὡς κενταυρικῶς ἐνήλατο! (= ἀγροίκως» Φώτ.) Ἀριστοφ. Βάτρ. 38.

Greek Monotonic

Κενταυρικός: -ή, -όν, όπως ένας Κένταυρος, δηλ. τραχύς, βίαιος, κτηνώδης, ζωώδης· επίρρ. -κῶς, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

Κενταυρικός: состоящий из кентавров (θίασος Plat.).