μικρολογέομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(5)
(3)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μῑκρολογέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>,<br /><b class="num">1.</b> αποθ., [[εξετάζω]] [[λεπτομερώς]], [[πραγματεύομαι]] ή [[μιλώ]] με εξαντλητική [[λεπτομέρεια]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[συμπεριφέρομαι]] με [[φιλαργυρία]], [[φειδώ]] ή [[μικροπρέπεια]], σε Λουκ.
|lsmtext='''μῑκρολογέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>,<br /><b class="num">1.</b> αποθ., [[εξετάζω]] [[λεπτομερώς]], [[πραγματεύομαι]] ή [[μιλώ]] με εξαντλητική [[λεπτομέρεια]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[συμπεριφέρομαι]] με [[φιλαργυρία]], [[φειδώ]] ή [[μικροπρέπεια]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''μῑκρολογέομαι:''' говорить о пустяках, спорить о мелочах (ἐγὼ δ᾽ [[ἥκω]] οὐ μικρολογησόμενος Lys.): μ. πρὸς τοὺς θεούς Luc., Plut. беспокоить бегов по пустякам; μ. περὶ πάντα Plut. заниматься всякими мелочами.
}}
}}

Revision as of 12:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικρολογέομαι Medium diacritics: μικρολογέομαι Low diacritics: μικρολογέομαι Capitals: ΜΙΚΡΟΛΟΓΕΟΜΑΙ
Transliteration A: mikrologéomai Transliteration B: mikrologeomai Transliteration C: mikrologeomai Beta Code: mikrologe/omai

English (LSJ)

   A to be μικρολόγος, esp. examine minutely, Cratin.429, X.HG3.1.26; split hairs, οὐ μικρολογησόμενος οὐδὲ περὶ τῶν ὀνομάτων μαχούμενος Lys.33.3: c. inf., μικρολογούμενοι παθεῖν App.Pun.79:—later in Act., D.H. Dem.21; use trivial language, Demetr.Eloc.56.    2 deal meanly or shabbily, πρὸς τοὺς θεούς (in sacrifice) Luc.Nav.28; περὶ τοὺς θεούς Plu.2.179f; πρὸς τοὺς φίλους Hierocl. in CA7p.429M.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκρολογέομαι: μέλλ. -ήσομαι· ἀποθ. ― εἶμαι μικρολόγος, ἰδίως ἐξετάζω λεπτομερῶς, πραγματεύομαι ἢ ἐκτίθημί τι μετὰ μικρολόγου λεπτομερείας, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 99, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 26· περί τινος Λυσ. 912. 5· ― ὡσαύτως ἐν τῷ ἐνεργ., Διον. Ἁλ. π. Δημ. 21. 2) φέρομαι μικροπρεπῶς ἢ φειδωλῶς, πρὸς τοὺς θεοὺς (ἐν τῇ θυσίᾳ) Λουκ. Κατάπλ. 28, Πλούτ. 2. 179F· ― οὕτω, ῥημ. ἐπίθ., μικρολογητέον ἔν τινι Πλούτ. 2. 822Α.

Greek Monotonic

μῑκρολογέομαι: μέλ. -ήσομαι,
1. αποθ., εξετάζω λεπτομερώς, πραγματεύομαι ή μιλώ με εξαντλητική λεπτομέρεια, σε Ξεν.
2. συμπεριφέρομαι με φιλαργυρία, φειδώ ή μικροπρέπεια, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

μῑκρολογέομαι: говорить о пустяках, спорить о мелочах (ἐγὼ δ᾽ ἥκω οὐ μικρολογησόμενος Lys.): μ. πρὸς τοὺς θεούς Luc., Plut. беспокоить бегов по пустякам; μ. περὶ πάντα Plut. заниматься всякими мелочами.