ἄλλεγον: Difference between revisions
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄλλεγον:''' [[ἀλλέξαι]], ποιητ. αντί <i>ἀνέλεγον</i>, <i>ἀναλέξαι</i>, παρατ. και απαρ. αορ. αʹ του [[ἀναλέγω]]. | |lsmtext='''ἄλλεγον:''' [[ἀλλέξαι]], ποιητ. αντί <i>ἀνέλεγον</i>, <i>ἀναλέξαι</i>, παρατ. και απαρ. αορ. αʹ του [[ἀναλέγω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄλλεγον:''' эп. impf. к [[ἀναλέγω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ἀλλέξαι, v. sub ἀναλέγω.
German (Pape)
[Seite 102] Hom. Iliad. 23, 253, f. ἀναλέγω.
Greek (Liddell-Scott)
ἄλλεγον: ἀλλέξαι, ἴδε ἐν λ. ἀναλέγω.
French (Bailly abrégé)
impf. épq. de ἀναλέγω.
Spanish (DGE)
v. ἀναλέγω.
Greek Monotonic
ἄλλεγον: ἀλλέξαι, ποιητ. αντί ἀνέλεγον, ἀναλέξαι, παρατ. και απαρ. αορ. αʹ του ἀναλέγω.
Russian (Dvoretsky)
ἄλλεγον: эп. impf. к ἀναλέγω.