ἐρευγόβιος: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
(14) |
(2) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐρευγόβιος]], -ον (Α)<br />αυτός που περνά τον βίο του ρευόμενος, ο [[λαίμαργος]], ο [[κοιλιόδουλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ερεύγομαι]] (I) <span style="color: red;">+</span> [[βίος]]. | |mltxt=[[ἐρευγόβιος]], -ον (Α)<br />αυτός που περνά τον βίο του ρευόμενος, ο [[λαίμαργος]], ο [[κοιλιόδουλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ερεύγομαι]] (I) <span style="color: red;">+</span> [[βίος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐρευγόβιος:''' ὁ чревоугодник, обжора Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 1025] ein Schlemmer, Gregor. Naz. ep. (VIII, 172).
Greek (Liddell-Scott)
ἐρευγόβιος: -ον, ὁ διάγων τὸν βίον ἐρευγόμενος, γαστρίμαργος, Γρηγ. Ναζ. Ἐπιγρ. 172.
Greek Monolingual
ἐρευγόβιος, -ον (Α)
αυτός που περνά τον βίο του ρευόμενος, ο λαίμαργος, ο κοιλιόδουλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερεύγομαι (I) + βίος.
Russian (Dvoretsky)
ἐρευγόβιος: ὁ чревоугодник, обжора Anth.