μυχόθεν: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'

Menander, Monostichoi, 75
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μῠχόθεν:''' (μῠχός), επίρρ., από το εσώτατο [[μέρος]] του σπιτιού, από το γυναικωνίτη, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">• μῠχόθεν:</b> (μῠχός), επίρρ., από το εσώτατο [[μέρος]] του σπιτιού, από το γυναικωνίτη, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''μῠχόθεν:''' (μῠχός), επίρρ., από το εσώτατο [[μέρος]] του σπιτιού, από το γυναικωνίτη, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">• μῠχόθεν:</b> (μῠχός), επίρρ., από το εσώτατο [[μέρος]] του σπιτιού, από το γυναικωνίτη, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''μῠχόθεν:''' adv. из (глубины) дома, изнутри Aesch.
}}
}}

Revision as of 12:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠχόθεν Medium diacritics: μυχόθεν Low diacritics: μυχόθεν Capitals: ΜΥΧΟΘΕΝ
Transliteration A: mychóthen Transliteration B: mychothen Transliteration C: mychothen Beta Code: muxo/qen

English (LSJ)

Adv.

   A from the inmost part of the house, from the women's chambers, A.Ag.96 (anap.), Ch.35 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 224] aus dem Innersten, Aesch. Ag. 96, φόβος ἀμβόαμα μυχόθεν ἔλακε Ch. 35.

Greek (Liddell-Scott)

μῠχόθεν: Ἐπίρρ., ἐκ τοῦ μυχοῦ τῆς οἰκίας, ἐκ τοῦ γυναικῶνος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 96, Χο. 35.

French (Bailly abrégé)

adv.
du fond.
Étymologie: μυχός, -θεν.

Greek Monolingual

μυχόθεν (Α)
επίρρ. από τον μυχό, από τα εσώτατα δωμάτια του σπιτιού, από τον γυναικωνίτη («ἀωρόνυκτον ἀμβόαμα μυχόθεν ἔλακε περὶ φόβῳ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυχός + επιρρμ. κατάλ. -θεν, που δηλώνει την από τόπου κίνηση (πρβλ. θεό-θεν, κυκλό-θεν)].

Greek Monotonic

μῠχόθεν: (μῠχός), επίρρ., από το εσώτατο μέρος του σπιτιού, από το γυναικωνίτη, σε Αισχύλ.
• μῠχόθεν: (μῠχός), επίρρ., από το εσώτατο μέρος του σπιτιού, από το γυναικωνίτη, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

μῠχόθεν: adv. из (глубины) дома, изнутри Aesch.