ἐρανιστής: Difference between revisions

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
(14)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. ερανίστρια (AM [[ἐρανιστής]]) [[ερανίζω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />ο [[συντάκτης]] και [[εκδότης]] ερανίσματος, ο [[συλλέκτης]] γνωμών, αποφθεγμάτων, χωρίων διαφόρων συγγραφέων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συμμετέχει σε έρανο, που συνεισφέρει για να γίνει κοινό [[συμπόσιο]]<br /><b>2.</b> [[μέλος]] συλλόγων που διοργανώνει εράνους σε ορισμένες θρησκευτικές γιορτές.
|mltxt=ο, θηλ. ερανίστρια (AM [[ἐρανιστής]]) [[ερανίζω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />ο [[συντάκτης]] και [[εκδότης]] ερανίσματος, ο [[συλλέκτης]] γνωμών, αποφθεγμάτων, χωρίων διαφόρων συγγραφέων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συμμετέχει σε έρανο, που συνεισφέρει για να γίνει κοινό [[συμπόσιο]]<br /><b>2.</b> [[μέλος]] συλλόγων που διοργανώνει εράνους σε ορισμένες θρησκευτικές γιορτές.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρᾰνιστής:''' οῦ ὁ участник складчины Arph., Arst.
}}
}}

Revision as of 12:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρᾰνιστής Medium diacritics: ἐρανιστής Low diacritics: ερανιστής Capitals: ΕΡΑΝΙΣΤΗΣ
Transliteration A: eranistḗs Transliteration B: eranistēs Transliteration C: eranistis Beta Code: e)ranisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A member of or contributor to an ἔρανος 1, Pherecyd.11 J. (pl.); ἑστιᾶν ἐρανιστάς to give a club-dinner, Ar.Fr.408, Arist.EN1123a22 ; member of an ἔρανος III, IG22.1265 (pl.), 11(4).1223 (Delos, pl.), etc.

German (Pape)

[Seite 1017] ὁ, der Theilnehmer an einem ἔρανος, bes. an einem Schmause der Art, Ar. frg. 355; ἐρανιστὰς γαμικῶς ἑστιῶν Arist. Eth. 4, 2; = συνθιασῶται Ath. VIII, 362 e. Vgl. Inscr. 126.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρᾰνιστής: -οῦ, ὁ ὁ συνεισφέρων εἰς ἔρανον (σύλλογον ἐρανιστῶν), ἐστιᾶν ἐρανιστὰς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 356, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 20., 8. 9, 5, Ἀθήν. 362Ε: πρβλ. ἔρανος ΙΙ. - Καθ’ Ἁρποκρ.: «ἐρανιστὴς μέντοι κυρίως ἐστὶν ὁ τοῦ ἐράνου μετέχων καὶ τὴν φορὰν ἣν ἑκάστου μηνὸς ἔδει καταβάλλειν εἰσφέρων, τὸ δὲ ὄνομα παρὰ Λυσίᾳ ἐν τῷ πρὸς Ἀριστοκράτην περὶ ἐγγύης ἐράνου, εἰ γνήσιος».

Greek Monolingual

ο, θηλ. ερανίστρια (AM ἐρανιστής) ερανίζω
μσν.- νεοελλ.
ο συντάκτης και εκδότης ερανίσματος, ο συλλέκτης γνωμών, αποφθεγμάτων, χωρίων διαφόρων συγγραφέων
αρχ.
1. αυτός που συμμετέχει σε έρανο, που συνεισφέρει για να γίνει κοινό συμπόσιο
2. μέλος συλλόγων που διοργανώνει εράνους σε ορισμένες θρησκευτικές γιορτές.

Russian (Dvoretsky)

ἐρᾰνιστής: οῦ ὁ участник складчины Arph., Arst.