συνεργάτις: Difference between revisions
From LSJ
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
(nl) |
(4b) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=συνεργάτις -ιδος, ἡ [συνεργάτης] medewerkster, handlangster, met gen. in iets. | |elnltext=συνεργάτις -ιδος, ἡ [συνεργάτης] medewerkster, handlangster, met gen. in iets. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνεργάτις:''' ῐδος (ᾰ) ἡ соучастница, помощница (φόνου Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:44, 31 December 2018
Greek Monotonic
συνεργάτις: [ᾰ], -ιδος, ἡ, θηλ. του συνεργάτης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνεργάτις -ιδος, ἡ [συνεργάτης] medewerkster, handlangster, met gen. in iets.
Russian (Dvoretsky)
συνεργάτις: ῐδος (ᾰ) ἡ соучастница, помощница (φόνου Eur.).