διατρέω: Difference between revisions

From LSJ

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
(4)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διατρέω:''' μέλ. <i>-τρέσω</i>, εξαφανίζομαι, τρέπομαι σε [[φυγή]] με [[κάθε]] τρόπο, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''διατρέω:''' μέλ. <i>-τρέσω</i>, εξαφανίζομαι, τρέπομαι σε [[φυγή]] με [[κάθε]] τρόπο, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''διατρέω:''' (в страхе) разбегаться ([[Τρῶες]] διέτρεσαν [[ἄλλυδις]] [[ἄλλος]] Hom.): [[ἀπελθεῖν]] ποιεῖν τινας διατρέσαντες Plut. обратить кого-л. в паническое бегство.
}}
}}

Revision as of 12:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατρέω Medium diacritics: διατρέω Low diacritics: διατρέω Capitals: ΔΙΑΤΡΕΩ
Transliteration A: diatréō Transliteration B: diatreō Transliteration C: diatreo Beta Code: diatre/w

English (LSJ)

   A run trembling about, flee all ways, διέτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος Il.11.486, cf. 17.729, Plu.Marc.29, Brut.18.

German (Pape)

[Seite 607] (s. τρέω), aus einander fliehen; Hom. Iliad. 11, 481 θῶες μέν τε διέτρεσαν; vs. 486 Τρῶες δὲ διέτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος; 17, 729 ἄψ τ' ἀνεχώρησαν διά τ' ἔτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος, tmesis. Den Begriff der Furcht enthält das Wort nicht, s. Lehrs Aristarch. p. 91. – Plut. Marcell. 29.

Greek (Liddell-Scott)

διατρέω: μέλλ, -τρέσω, ὑπὸ φόβου φεύγω, διέτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος Ἰλ. Λ.486, πρβλ. Ρ.729.

French (Bailly abrégé)

ao. διέτρεσα;
se disperser en tremblant.
Étymologie: διά, τρέω.

English (Autenrieth)

aor. διέτρεσαν: flee in different directions, scatter in flight. (Il.)

Spanish (DGE)

1 huir espantado διέτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος Il.11.486, 17.729, Q.S.6.559 (tm.), Plu.Marc.29.
2 espantarse, asustarse Plu.Brut.18.

Greek Monolingual

διατρέω (Α) τρέω
1. διασκορπίζομαι
2. τρέπομαι έντρομος σε φυγή.

Greek Monotonic

διατρέω: μέλ. -τρέσω, εξαφανίζομαι, τρέπομαι σε φυγή με κάθε τρόπο, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

διατρέω: (в страхе) разбегаться (Τρῶες διέτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος Hom.): ἀπελθεῖν ποιεῖν τινας διατρέσαντες Plut. обратить кого-л. в паническое бегство.